υπερβολή

υπερβολή
η
1) преувеличение;

αυτό είναι υπερβολή — это преувеличение;

χωρίς υπερβολή — без преувеличения;

2) чрезмерность; неумеренность;
крайность;

καθ' υπερβολήν — сверх меры, чрезмерно, чересчур, слишком;

υπερβολή ευαισθησίας (αυστηρότητας) — излишняя чувствительность (строгость);

3) переваливание, переход (через гору);
4) мат. , лит. гипербола

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερβολή" в других словарях:

  • ὑπερβολῇ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολή — a throwing beyond fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — η 1. η διάβαση πάνω από κάτι, η υπέρβαση: Η υπερβολή του λόφου. 2. μτφ., το υπερβολικό, η ακρότητα: Υπερβολή φιλοτιμίας. 3. μτφ., η μεγαλοποίηση των πραγμάτων: Αυτό που λες είναι υπερβολή. 4. (μαθημ.), γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβολῆι — ὑπερβολῇ , ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολαῖς — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολαί — ὑπερβολή a throwing beyond fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολᾶς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολᾷ — ὑπερβολή a throwing beyond fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολῆς — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολέων — ὑπερβολή a throwing beyond fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»